- σημοδιαῖος
- σημοδιαῖος, α, ον,A holding six modii, Edict.Diocl.15.51.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σημοδιαίος — αία, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει έξι μοδίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < λατ. φρ. six modii «έξι μόδιοι» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek